- δεύτερ'
- δεύτερα , δεύτεροςsecondneut nom/voc/acc plδεύτερε , δεύτεροςsecondmasc voc sgδεύτεραι , δεύτεροςsecondfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετραδιάτικος — η, ο, Ν αυτός που αναφέρεται στην Τετάρτη. επίρρ... τετραδιάτικα Ν κατά την Τετάρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τετράδη «τετάρτη» + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. δευτερ ιάτικος, μην ιάτικος)] … Dictionary of Greek
τριτιάτικος — η, ο, Ν αυτός που συμβαίνει την ημέρα Τρίτη. επίρρ... τριτιάτικα την Τρίτη, κατά την Τρίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τρίτη + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. δευτερ ιάτικος, σαββατ ιάτικος)] … Dictionary of Greek
τριτωδούμαι — έομαι, Α ανήκω στην τρίτη σειρά, στην τρίτη τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + ᾠδή, κατά τα συνηρ. σε έω, ῶ (πρβλ. δευτερ ῳδοῦμαι)] … Dictionary of Greek